ξερά

ξερά
ξερόν
terra firma
neut nom/voc/acc pl
ξερός
neut nom/voc/acc pl
ξερά̱ , ξερός
fem nom/voc/acc dual
ξερά̱ , ξερός
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξέρα — η 1. στεριά μέσα στη θάλασσα, σκόπελος, ύφαλος: Χτύπησε το καράβι στην ξέρα. 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα: Η φετινή ξέρα μάς κατάστρεψε την παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέρα — και ξέρη, η 1. βράχος στη θάλασσα που μόλις καλύπτεται και ο οποίος γίνεται δύσκολα ορατός, ύφαλος, σκόπελος 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα, έλλειψη βροχής 3. ξερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ξερά / ξερή τού επιθ. ξερός, ή, ό …   Dictionary of Greek

  • ξερά — επίρρ. βλ. ξηρός …   Dictionary of Greek

  • Ξερά Ξύλα — Ημιορεινός οικισμός (3 κάτ,, υψόμ. 400), στην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νεάπολης …   Dictionary of Greek

  • ξεράν — ξερά̱ν , ξερός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • Fourni-Insel — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Fourni-Inseln — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Fourni (Ägäis) — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσεών …   Deutsch Wikipedia

  • Fourni Inseln — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”